έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… … Dictionary of Greek
ετερόκοιλος — η, ο 1. αυτός που είναι κοίλος από τη μία πλευρά («ετερόκοιλο νόμισμα») 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ετερόκοιλοι ασβεστόσπογγοι τών οποίων οι παραγαστρικές κοιλότητες έχουν επένδυση από πλακώδη κύτταρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + κοίλος. Η λ.… … Dictionary of Greek
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek
καρκίνωμα — Κακοήθη νεοπλάσματα, που προέρχονται από επιθηλιακά κύτταρα. Τα νεοπλάσματα που συναντώνται συχνά στους πνεύμονες, στον τράχηλο της μήτρας, στους μαστούς, στο στομάχι, στον προστάτη κλπ. είναι σχεδόν πάντα κ. βασικοκυττταρικό κ. Τύπος καρκίνου… … Dictionary of Greek
κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
πλακώδης — ες / πλακώδης, ώδες, ΝΜΑ [πλάξ, πλακός] ο όμοιος με πλάκα, αυτός που έχει το σχήμα πλάκας, ο πλατύς αρχ. 1. ο πεταλώδης 2. (για το έδαφος) αυτός που έχει φλοιό («τὴν...γῆν ὑπάργιλον εἶναι καὶ πλακώδη», Θεοφρ.) 3. ο όμοιος με όστρακο, οστρακώδης … Dictionary of Greek
ενδοθηλιακός ιστός ή ενδοθήλιο — Μονοκυτταρική στιβάδα που επενδύει την εσωτερική επιφάνεια της καρδιάς, των αγγείων, του αίματος και της λέμφου και αποτελεί το τοίχωμα των τριχοειδών. Τα ενδοθηλιακά κύτταρα είναι πλακώδη και τοποθετημένα μεταξύ τους έτσι ώστε να εφαρμόζουν όπως … Dictionary of Greek
λιπαντικά — Ευρύς όρος που περιλαμβάνει όλες τις ουσίες που είναι κατάλληλες για λίπανση (βλ. λ.). Κατάταξη των λ. Η κατάταξη των λ. μπορεί να γίνει σύμφωνα με διάφορα κριτήρια, όπως είναι η φυσική κατάσταση, η προέλευση, οι ειδικές χρήσεις τους κ.ά. Μία… … Dictionary of Greek